31 Μαρ 2007

Ζούμε ανάμεσα τους













Ένας τίτλος ταινίας θρίλερ που έχει επικρατήσει πια σαν έκφραση της καθημερινότητας: "Ζούνε ανάμεσα μας". Οι εξωγήινοι, οι βρυκόλακες, οι μεταλλαγμένοι, οι χούλιγκανς, τα λαμόγια, οι ΕΛ, οι βλάκες. Όποιοι και να είναι, φαίνεται πως τους αφήσαμε να αναπαραχθούν σαν τα κουνέλια, και τώρα μάλλον εμείς είμαστε που ζούμε ανάμεσα τους. Όποιοι και να είμαστε τελικά κι εμείς...
"Invasion of the Body-Snatchers" (άλλο ένα φοβερό και αλληγορικό θρίλερ - τουλάχιστον η βερσιόν του 1978 από όπου και οι φωτογραφίες του post). Έρχονται λέει κάτι φυτά από το διάστημα και μας υποτάσσουν κλωνοποιώντας άβουλα αντίγραφα μας την ώρα που κοιμόμαστε. Μετά τα πρωτότυπα (δηλαδή εμείς) γίνονται λίπασμα. Πόσο να αντέξουμε να μείνουμε ξύπνιοι και να κρυβόμαστε; Έλα ντε.

Ένα περιστασιακό ζάπινγκ αρκεί. Μία βόλτα στην πόλη το ίδιο. Και στην επαρχία ακόμη. Είναι περισσότεροι. Δεν προλάβαμε να πάρουμε χαμπάρι πότε έγιναν τόσοι πολλοί. Σιγά-σιγά κατέλαβαν τα σώματα και τις ψυχές των γύρω μας. Και τώρα πια έχει έρθει η σειρά μας λοιπόν. Πάει, την έχουμε βάψει για τα καλά. Θύματα μιας σύγχρονης Κίρκης, νιώθουμε καλά τι σημαίνει να γίνεσαι γουρούνι. Σκληραίνει το πετσί μας, βυθιζόμαστε στη λάσπη και παχαίνει το κρέας μας. Το μαχαίρι του σφαγέα ακονίζεται... Ένα ζάπινγκ αρκεί. Ή μια βόλτα. Ακόμα κι εδώ μέσα στα μπλογκς δε μπορεί κανείς να νιώσει ασφάλεια. Είμαστε σκόρπιοι και φοβισμένοι. Περιμένουμε απλά να έρθει το τέλος. Κρυβόμαστε ανάμεσα τους. Μέχρι πότε;

Παρανοϊκός; Σαφέστατα, όσο δεν παίρνει άλλο. Πώς να μην είμαι παρανοϊκός όμως όταν ζω σ’ έναν κόσμο όπου η καφρίλα σκοτώνει ανθρώπους σε αγώνες γυναικείου βόλεϊ, όπου σχολικά βιβλία ρίχνονται στην πυρά, όπου οι ζαρντινιέρες έχουν πολιτική άποψη και οι ασφαλισμένοι γίνονται εν αγνοία τους μέτοχοι σε off-shore εταιρείες... Σε ένα κόσμο σταυροφόρων και μουλάδων κάθε είδους και απόχρωσης, όπου το χρήμα παράγει αίμα και το αίμα παράγει χρήμα. Μπορεί να μην είμαι και τόσο διαφορετικός από αυτούς, μπορεί και να έχω άδικο που διαμαρτύρομαι και να είναι αυτό το λαμπρό μέλλον της ανθρωπότητας. Μπορεί και όχι όμως. Το ελπίζω πραγματικά ότι δεν κάναμε τόσο κόπο να φτάσουμε μέχρι εδώ μόνο και μόνο για να καταστραφούμε με τόσο φρικτά γελοίο τρόπο.

Γαμώτο, πάλι οργισμένο και δημαγωγικό μου βγήκε το κείμενο. Γιατί άραγε;

29 Μαρ 2007

Ο Γαργαντούας

Όταν ήμουν παιδί, είχε πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο που περιέγραφε τις περιπέτειες ενός αδηφάγου γίγαντα, του Γαργαντούα. Θυμάμαι ακόμα πόση εντύπωση μου είχε κάνει ο τύπος. Έτρωγε λέει ολόκληρα βόδια στην καθησιά του, καταβρόχθιζε καρβέλια που για να φτιαχτούν χρειάζονταν δεκάδες σακιά από αλεύρι, ξεκλήριζε κοπάδια και μασουλούσε χωράφια για πλάκα. Μία οικολογική καταστροφή από μόνος του, καθώς και ακατάπαυστη όρεξη. Πρέπει να είχε και γαμώ τα πεπτικά συστήματα για να αντέχει τόσο φαγοπότι ο Γαργαντούας. Και σα να μην έφτανε αυτό, απέκτησε κι έναν εξίσου λαίμαργο γιο, ονόματι Πανταγκρουέλ, με τον οποίο ξεκοκάλιζαν όλο το αποτέλεσμα του μόχθου των δύστυχων χωρικών.

Τον θυμήθηκα πρόσφατα τον Γαργαντούα, με αφορμή κάποιους σύγχρονους απογόνους του που - μεταφορικά τουλάχιστον - δε λένε να σταματήσουν να τρώνε ό,τι βρουν μπροστά τους. Με χρυσά κουτάλια, αδειάζουν ταμεία και χλαπακιάζουν μίζες - κι αν τους πει κανείς τίποτα προσπαθούν να τον πείσουν ότι κάνουν δίαιτα για το καλό του ελληνικού λαού. Ταυτόχρονα ρεύονται κι ακονίζουν τα μαχαίρια τους για το επόμενο πλούσιο έδεσμα. Απορώ πραγματικά: που το βάζουν τόσο φαΐ; Τι θα τα κάνουν τόσα φράγκα; Πόσα στόματα κολλητών και υποστηρικτών έχουν να θρέψουν; Και κυρίως, δεν υπάρχει περίπτωση να βαρυστομαχιάσουν ποτέ; Μάλλον όχι είναι η απάντηση, αφού οι εκάστοτε Γαργαντούες της εξουσίας έχουν πάντα μια ιδιαίτερη ευκολία στο χέσιμο. Αλίμονο σε όποιον έχει την ατυχία να στέκεται από κάτω...


Γραμμένα από τον François Rabelais τον 16ο αιώνα, τα παραμύθια του Γαργαντούα και του διαδόχου του Πανταγκρουέλ ήταν σατιρικές ιστορίες γεμάτες υπερβολές και σκατολογικό χιούμορ, που γνώρισαν μεγάλη λαϊκή απήχηση. Οι δύο αχόρταγοι γίγαντες συμβόλιζαν την ελευθερία σε βαθμό απόλυτης ασυδοσίας, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι πράξεις τους συνδέονταν έμμεσα με τα τερτίπια του κλήρου και των τοπικών ηγεμόνων της εποχής. Από αυτές τις κωμικές ιστορίες προέκυψε και ο όρος grotesque (γκροτέσκο ελληνιστί), που υποδηλώνει την κυριολεκτική όσο και μεταφορική παχυσαρκία, καθώς και τη λογοτεχνική υπερβολή που ξεπερνάει τα όρια του καλού γούστου. Ακριβώς ό,τι βιώνουμε και σήμερα δηλαδή...

28 Μαρ 2007

Οι Ρομπέν των Χαζών

Κλέβουν από τους φτωχούς και τα δίνουν στους πλούσιους...


Και φυσικά οι χαζοί είμαστε εμείς που κάνουμε τουμπεκί ψιλοκομμένο και καθόμαστε να ψηφίσουμε το κάθε λαμόγιο (μη χαίρεστε οι Πασόκοι, έχω ράμματα και για τη δική σας γούνα). Χαμένοι σε ένα δάσος από κεραίες τηλεόρασης, βρήκαμε σοβαρούς ανθρώπους για να μας προστατέψουν από την κοινωνική αδικία και να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα του έθνους. Σκατά στα μούτρα μας...

Στο μεταξύ, δικάζεται ως εγκληματίας ο Αντώνης Τσιπρόπουλος, επειδή στο aggregator του Blogme.gr είχε βάλει link που οδηγούσε στο site του FunEL. Μπράβο ρε μαλάκες, αυτόν να πιάσετε, αυτός είναι που φταίει για όλα μας τα δεινά, ενώ οι υπόλοιποι είναι μια χαρά παιδιά - και ούτε κλέβουνε ούτε τίποτα...

Ρε, πάμε καλά;

Για συζήτηση σχετικά με τον τρόπο υποστήριξης του Αντώνη από τον απόλυτο παραλογισμό, εδώ).


26 Μαρ 2007

Απεξάρτηση Τώρα!

Όμορφη όπως πάντα η Θεσσαλονίκη, κι ας μας τα χάλασε λίγο ο καιρός. Βόλτες, προβολές ντοκιμαντέρ, συζητήσεις, μεζεδάκια... Τη χρειαζόμουν αυτή την αποτοξίνωση από το ευγενές αλκοολίκι του blogging. Μέσα τα κεφάλια τώρα, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον λέω να αφιερώσω λίγο χρόνο για να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα πέρα από το γνωστό παιχνίδι "ποστάρω-κομεντάρω". Είμαι ο Helix και είμαι καλά.

Δικαίωμα στην απεξάρτηση λοιπόν. Όχι μόνο από το blogging, αλλά και από άλλες – πιο βλαβερές – συνήθειες. Όπως για παράδειγμα από την ακατάσχετη εθνικοφροσύνη, που μετέτρεψε ένα παιχνίδι με τόπι σε ρεβάνς για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Τύποι ντυμένοι με χλαμύδες και περικεφαλαίες να ωρύονται και να πλακώνονται μεταξύ τους για την ήττα της εθνικής ποδοσφαιρικής μας ομάδας από τους Τούρκους. Ελληνάρες κάφροι που γιουχάρουν τον εθνικό ύμνο μιας ξένης χώρας και πετάνε σπασμένα καθίσματα στον αγωνιστικό χώρο - οι τιμημένοι απόγονοι του Περικλή και του Κολοκοτρώνη... Προσεβλήθησαν λέει από το θέαμα που αντίκρυσαν και αγανάκτησαν οι ανθρώποι. Ε, καλά να πάθουν. Ας μην έδιναν τέτοια σημασία σε ένα παιχνίδι. Ας καταλάβαιναν εγκαίρως ότι είναι ύβρις να εξομοιώνεται ολόκληρη Μικρασιατική Καταστροφή με ενενήντα λεπτά κλωτσοπατινάδας επί χόρτου. Κι ας μάθαιναν επιτέλους ότι μια ζωή ουραγοί ήμασταν στο ποδόσφαιρο, και (με μία και μοναδική φωτεινή εξαίρεση) για άλλη μια φορά παίρνουμε αυτό που μας αξίζει. Θα μου πεις, δεν φταίνε αυτοί που είναι ανεγκέφαλοι, φταίνε αυτοί που τους ποτίζουν το ληγμένο νέκταρ της ελληνορθόδοξης πατριδολαγνείας.

Και τώρα δηλαδή που χάσαμε τι έγινε; Καταρρίφτηκε πια η θεωρία της ανωτερότητας των ελληνικών γονιδίων; Μήπως φταίει για την εθνική μας ντροπή ο Γερμανός προδότης (που μέχρι χθες ήταν ισόθεος ήρωας;) Ή μήπως πιστεύουμε ότι ελέω Θεού (που ως γνωστόν είναι Έλληνας) μας ανήκει δικαιωματικά η οποιαδήποτε κούπα; Βρε μπας κι έχουμε τρελαθεί πια τελείως σ’ αυτή τη χώρα; Ομολογώ ότι από μια μεριά χαίρομαι που φάγαμε τέσσερα γκολάκια. Όχι γιατί είμαι ανθέλληνας, αλλά γιατί έτσι και κερδίζαμε θα γινόταν της αμετροέπειας το κάγκελο. Θα βλέπαμε τον Ψωμιάδη καβάλα σε άλογο και τον Λιακόπουλο καβάλα σε αντιβαρυτική κοσμοσφαίρα. Θα αποδεικνυόταν περίτρανα ότι η Πόλη μας ανήκει και θα απαιτούσαμε από τους Τούρκους να μας την παραδώσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Άσε που θα κατεβαίναμε πάλι στους δρόμους να κλαίμε από χαρά και να δέρνουμε τους περαστικούς μετανάστες. Γελοιότητες κομπλεξικών βαρβάρων .

Μάγκες, χωνέψτε το για τα καλά: δεν υπάρχει εύκολος δρόμος για να χτιστούν αυτοκρατορίες. Θέλετε να γίνουμε παγκόσμια υπερδύναμη στο τόπι; Μέσα. Φτιάξτε υποδομές, διώξτε τα χουλιγκάνια, φυλακίστε τα λαμόγια, χώστε το χέρι βαθιά στην τσέπη και κάντε υπομονή μερικές δεκαετίες. Αν όμως θέλετε να γίνουμε παγκόσμια υπερδύναμη γενικώς, πάρτε κάνα λεξοτανίλ πρώτα και μετά κοιτάξτε να ξεκινήσετε τον σκληρό κι επίπονο δρόμο της ουσιαστικής ανάπτυξης. Θα πάρει αιώνες. Με πραγματική παιδεία και σοβαρό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τόσο στην οικονομία, όσο και στην πρόνοια. Με έργα χωρίς μίζες και πολιτισμό χωρίς φανφάρες. Με εξωτερική πολιτική που δεν πουλάει τσαμπουκά εκ του ασφαλούς και μετά πάει και γλείφει το χέρι του αφεντικού κάτω από το τραπέζι. Με σεβασμό στη γη που μας ανέθρεψε και προϋπήρξε μερικά εκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθούν οι μεγάλοι σοφοί και οι ένδοξοι στρατηλάτες του παρελθόντος.

Σταματήστε λοιπόν να ψηφίζετε τους διαδόχους του κάθε Μαυρογυαλούρου και κλείστε το γαμημένο το ενυδρείο όταν παίζει Τραγκαουνάκηδες και Πρετεντερόπουλους. Ανοίξτε κάνα σοβαρό βιβλίο μπας και ξεστραβωθείτε, και με λίγη καλή τύχη ίσως ανακαλύψετε ότι οι αυτοκρατορίες χτίζονται πολύ ζόρικα, μόνο και μόνο για να καταρρεύσουν κάποτε με ένα φύσημα.

19 Μαρ 2007

No Luke, I am your father…

Και για να μην κατηγορηθώ για ελιτισμό και βαριά κουλτούρα...

Ταινία νούμερο 7 (από 7):

Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται (Star Wars – Episode V: The Empire Strikes Back, 1980, dir: Irvin Kershner)

Μπορεί να μην είναι μια από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, είναι όμως σίγουρα μια από τις ταινίες που σημάδεψαν όχι μόνον εμένα, αλλά και ολόκληρη τη γενιά μου. Μακράν το πιο ολοκληρωμένο και πιο πεσσιμιστικό από τα έξι επεισόδια του «Πολέμου των Άστρων», η «Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» είναι ένα ηρωικό έπος επιστημονικής φαντασίας όπου συντελείται το εξής σπάνιο και παράδοξο για τα δεδομένα του είδους: το καλό γνωρίζει συντριπτική ήττα από το κακό. Προσωρινά εννοείται...

Όχι μόνον οι αυτοκρατορικές δυνάμεις θριαμβεύουν επί των επαναστατών και τους ξεσπιτώνουν, όχι μόνον ο έρωτας του Han Solo με την πριγκήπισα Leia κυριολεκτικά μπαίνει στον πάγο, αλλά αποκαλύπτεται κιόλας ότι ο τρομακτικά κακός και κατάμαυρος άρχοντας Darth Vader είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας του μαθητευόμενου Τζεντάι Luke Skywalker. Φρίκη. Η υπερφυσική «Δύναμη» αυτή τη φορά δεν είναι καθόλου μαζί με το νεαρό ήρωα, ο οποίος ακρωτηριάζεται και κλαίει σα μικρό παιδί περιμένοντας τους φίλους του να τον μαζέψουν - μπας και καταφέρει να πάρει εκδίκηση στην επόμενη ταινία.

Μπορεί να σας ακούγονται σήμερα αστεία όλα αυτά, αλλά σας διαβεβαιώ ότι για έναν δεκάχρονο ήταν απολύτως τραγικά. Μου πήρε καιρό να χωνέψω ότι τα πράγματα μπορεί να είναι όντως έτσι. Άσε που ήθελα να κερδίσει το κορίτσι ο Luke… (πού να φανταζόμουν ότι τελικά θα ήταν η αδελφή του;) Η συνειδητοποίηση για το τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης ήρθε φυσικά πολλά χρόνια αργότερα. Μέσα στον υπέρμετρο διδακτισμό του (ευτυχώς μόνο παραγωγού στη συγκεκριμένη ταινία) George Lucas, υπάρχει ένα μάθημα που όλοι πρέπει να κατανοήσουμε: Ο κόσμος είναι σκληρός, αφιλόξενος και άδικος κι εμείς είμαστε μόνοι και αδύναμοι απέναντι στα δεινά που θα τύχουν στην πορεία μας προς τον θάνατο. Επίσης, η όποια μορφή εξουσίας συναντήσουμε μπροστά μας έχει πάντοτε σκοπό να μας υποτάξει με τη βία και οι πιθανότητες να της αντισταθούμε και να κερδίσουμε την ελευθερία μας είναι μηδαμινές. Τελεία.

Δεν είναι εύκολο να αποδεχτεί κανείς ότι η ζωή είναι όντως έτσι. Μας αρέσει να βλέπουμε τα πράγματα ωραιοποιημένα, να έχουμε υπερβολική πίστη στις δυνάμεις μας όσο είμαστε νέοι και να παραιτούμαστε από κάθε προσπάθεια όταν είμαστε πια γέροι και συνειδητοποιούμε ότι τα έχουμε κάνει σκατά. Σαν τον άλλοτε παντοδύναμο (αν και μικροσκοπικό) Yoda, που κατέληξε να κρύβεται σε ένα άθλιο βούρκο και να βγάζει όλο του το κόμπλεξ καβάλα στην πλάτη του νεαρού Luke. Τον μυεί στη σκοτεινή πλευρά της «Δύναμης», αλλά ο πιτσιρικάς είναι ακόμα τυφλός από μίσος και δεν μπορεί να καταλάβει ότι την πραγματική δύναμη την κουβαλάμε καθημερινά μέσα μας και είναι εντελώς στο χέρι μας αν θα αφήσουμε τη σκοτεινή της πλευρά να κάνει κουμάντο. Αν θέλουμε λοιπόν να σώσουμε τουλάχιστον την ψυχή μας, καλά θα κάνουμε να ακούμε πού και πού τι έχουν να μας πουν οι γεροντότεροι – κι ας λένε παράλληλα κι ένα μάτσο ακατάληπτες ανοησίες. Κι ας ξεχάσουμε καλύτερα τους ηρωισμούς και τις παγίδες που κρύβουν η βία και η αντεκδίκηση. Γιατί η αγάπη είναι η μόνη πραγματική δύναμη που μπορεί να νικήσει το σκοτάδι. Ούτε τα μαγικά κόλπα που σε κάνουν να μετακινείς πέτρες με τη σκέψη, ούτε τα γρήγορα διαστημόπλοια που εκτοξεύουν ακτίνες λέιζερ, ούτε καν τα λαμπερά και δολοφονικά φωτόσπαθα. Μόνον η αγάπη. Για την κοπέλα μας (ή το αγόρι μας), για τους φίλους μας, για τους ανθρώπους που μας έφεραν σ’ αυτό τον κόσμο. Οι οποίοι όχι μόνο δεν είναι τέλειοι, αλλά φαντάζουν κάποιες φορές στα μάτια μας σαν αδυσώπητοι τύραννοι με μαύρη μπέρτα – που κάποτε ωστόσο είχαν υπάρξει κι εκείνοι παιδιά κι ονειρεύονταν να ταξιδέψουν στ’ αστέρια.

Στο κάτω-κάτω, αυτό που θα φέρει την πολυπόθητη ισορροπία στη "Δύναμη" (στο επεισόδιο VI - Η επιστροφή των Τζεντάι) δεν είναι το πολεμικό μένος του Luke Skywalker αλλά η θυσία του και η άρνησή του να χτυπήσει έναν άοπλο αντίπαλο, γεγονός που θα ξυπνήσει ξεχασμένα συναισθήματα στον Darth Vader και θα τον κάνει να θυμηθεί ότι κάποτε ακόμα κι αυτός υπήρξε ένας άνθρωπος που αγάπησε παράφορα μια γυναίκα που πίστευε στην ελευθερία.

Μετά από αυτόν τον κινηματογραφικό μαραθώνιο, σκοπεύω να αποσυρθώ για να ξεκουραστώ για λίγες μέρες στην αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη και να παρακολουθήσω το πολύ ενδιαφέρον φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της. Μέχρι την επόμενη Δευτέρα λοιπόν, σας αφήνω να σουλατσάρετε ελεύθερα σε όσα από τα προηγούμενα δημοσιεύματά μου κεντρίσουν την περιέργειά σας.

Αnd may the Force be with you...

18 Μαρ 2007

Κομμένα φτερά

Δυσκολεύτηκα πολύ να αποφασίσω ποιές θα είναι οι τελευταίες δύο ταινίες από μόλις επτά που πρέπει να παραθέσω ως τις καλύτερες, ή έστω τις πιο αγαπημένες (πάντοτε για τα δικά μου κριτήρια). Αφήνω πάρα πολύ υλικό απ’ έξω - όχι μόνο ταινίες αλλά και σκηνοθέτες, χρονικές περιόδους, κινηματογραφικά είδη ή ακόμα και ολόκληρες σχολές που κάποτε έγραψαν ιστορία. Αν με ξαναρωτούσαν, πιθανόν αύριο κιόλας να διάλεγα κάποιες άλλες ταινίες στη θέση τους. Προσπαθώντας να βρω κάποια συνέπεια μεταξύ των επιλογών μου προτίμησα να επικεντρωθώ στις ισχνές ιδεολογικές τους συγγένειες – επηρεασμένος ίσως και από τα γεγονότα που τρέχουν γύρω μας χωρίς να υπολογίζουν προσωπικές ευαισθησίες και γλυκόπικρες νεανικές αναμνήσεις.

Ταινία νούμερο 6 (από 7):

Μπραζίλ (Brazil, 1985, dir: Terry Gilliam)







Ένας ανθρωπάκος μπλεγμένος στα γρανάζια μιας ανελέητης γραφειοκρατείας προσπαθεί να διορθώσει ένα ασήμαντο τυπογραφικό λάθος που κόστισε την ελευθερία ενός αθώου πολίτη. Ο ανθρωπάκος κοιμάται και ονειρεύεται ότι έχει φτερά και μπορεί να πετάξει, ότι είναι ήρωας που σώζει μία άγνωστη αγαπημένη από απαίσια τέρατα - ενώ παράλληλα βιώνει την καθημερινότητα μίας γκρίζας μελλοντικής κοινωνίας που θυμίζει αμυδρά κάτι από το παρελθόν. Ο αμερικανός σκηνοθέτης Terry Gilliam (γνωστός και από τη μακρόχρονη συνεργασία του με τους Βρετανούς Monty Pythons) καταφέρνει να κατασκευάσει έναν φανταστικό εφιαλτικό κόσμο που παραπέμπει στο «1984» του George Orwell και ταυτόχρονα να τον σατιρίσει με το μοναδικό του αλλοπρόσαλλο στυλ, παρουσιάζοντας τον παραλογισμό μιας υποταγμένης – σχεδόν υπνωτισμένης – κοινωνίας και μιας βιομηχανοποιημένης ζωής χωρίς άλλη ελπίδα πέρα από τη φυγή στο καταφύγιο της τρέλας.







Το “
Brazil” είναι μία εξαιρετικά επικαιρη ταινία. Μιλάει για συντηρητικούς δημόσιους υπαλλήλους που φακελώνουν τους πάντες, για αγανακτισμένους πολίτες που το σύστημα βαφτίζει τρομοκράτες και για ρομαντικούς έρωτες που διαλύονται από τη βίαιη επιβολή ενός απρόσωπου και άδικου νόμου. Σχεδόν όλα όσα προφητεύει αυτή η ταινία έχουν επαληθευτεί πια στις μέρες μας. Από τις πλαστικές επεμβάσεις των κυριών της καλής κοινωνίας και τα εξίσου πλαστικά γεύματα τους, μέχρι τις κάμερες που παρακολουθούν αδιακρίτως το κάθε μας βήμα και τα αποστειρωμένα βασανιστήρια που αποσπούν ομολογίες ανύπαρκτων εχθρών ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Είναι υπερβολική ίσως η ματιά του Gilliam και ώρες-ώρες μοιάζει με ένα μπαρόκ ψυχεδελικό παραλήρημα χωρίς συγκεκριμένο ειρμό ή στόχο. Ωστόσο, αν την αποκωδικοποιήσει κανείς θα ανακαλύψει πως δυστυχώς αντιστοιχεί σε καταστάσεις που εικοσιδύο χρόνια μετά είναι ανατριχιαστικά πραγματικές.

16 Μαρ 2007

Μία μόνο σφαίρα αρκεί

Τα πέντε Όσκαρ που έχει κερδίσει η παρακάτω ταινία είναι ίσως και το πιο ασήμαντο πράγμα σχετικά με αυτήν, που (από όλες όσες έχω δει μέχρι σήμερα) πιθανόν και να είναι η εντελώς δική μου αγαπημένη.





Ταινία νούμερο 5 (από 7):

Ο Ελαφοκυνηγός (The Deer Hunter, 1978, dir: Michael Cimino)

Μία μονίμως συννεφιασμένη κωμόπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, μια παρέα νεαρών μεταναστών δεύτερης γενιάς που δουλεύουν στο τοπικό εργοστάσιο, ένας ορθόδοξος ρώσικος γάμος κι ένα ξέφρενο γλέντι (ένα μόλις βράδυ πριν καταταγούν οι μισοί), το πρωινό κυνήγι του ελαφιού στο αμόλυντο τοπίο του βουνού πριν φύγουν, η αιχμαλωσία από τους Βιετκόνγκ και το καταλυτικά απελευθερωτικό βασανιστήριο της ρώσικης ρουλέτας, η επιστροφή του ταπεινωμένου ήρωα και ο ανομολόγητος έρωτας του με την αρραβωνιαστικιά του καλύτερου του φίλου - που ξέμεινε σαν ζωντανός-νεκρός στα καταγώγια της Σαϊγκόν να παίζει με το πιστόλι στον κρόταφο για να στοιχηματίζουν οι ντόπιοι. Το χρέος της φιλίας, οι ρίζες και οι δεσμοί των "κανονικών" ανθρώπων. Μία μόνο σφαίρα αρκεί. Για τον πιο τραγικά μάταιο πίδακα αίματος που εμφανίστηκε ποτέ στη μεγάλη οθόνη ή για μια τουφεκιά στον αέρα που θα χαρίσει τη ζωή σε ένα αιώνια ελεύθερο ελάφι.

Η ταινία ανοίγει με μία εικόνα σύγχρονης κόλασης στα χυτήρια που δουλεύουν οι φίλοι και κλείνει με τους εναπομείναντες της παρέας να τραγουδούν βουρκωμένοι το «God bless America». Κι όμως, δεν είναι μια πατριωτική ταινία, όπως έχει κατά καιρούς λανθασμένα κατηγορηθεί. Ούτε είναι μια αριστερή ταινία που πραγματεύεται το τραύμα του πολέμου του Βιετνάμ, όπως έχει συχνά παρερμηνευτεί. Ο «Ελαφοκυνηγός» του Cimino είναι μεν μια γροθιά στο στομάχι του θεατή, αλλά είναι και κάτι παραπάνω. Πολύ παραπάνω. Είναι ο ραγισμένος καθρέφτης μιας κοινωνίας που παίρνει τα παιδιά της από τα καμίνια των εργοστασίων και τα στέλνει να πεθάνουν σε έναν άδικο πόλεμο. Είναι το ταξικό αδιέξοδο αλλά και η αγωνία του μέσου ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο του θανάτου. Και της ζωής επίσης. Ο «Ελαφοκυνηγός» είναι ένα σύγχρονο κινηματογραφικό έπος για τσακισμένες ψυχές που πασχίζουν να επιβιώσουν με μοναδικό εφόδιο μια και μόνο σφαίρα στη θαλάμη. Μία και μόνο γαμημένη ευκαιρία. Και που για αρκετούς που είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε μία μίζερη εργατούπολη της Πενσυλβάνια αυτή η ευκαιρία τελικά δεν πρόκειται να έρθει ποτέ.







Με την επόμενη ταινία του, την μεγαλόπνοη υπερπαραγωγή “Heaven’s Gate”, ο σκηνοθέτης Michael Cimino κατάφερε ένα διπλό χτύπημα:
α) να απογυμνώσει με τον πιο απόλυτο και σκληρό τρόπο ολόκληρη τη μυθολογία περί ηθικών αρχών που θεμελίωσαν αυτό που σήμερα αποκαλούμε "αμερικάνικο τρόπο ζωής" και
β) (επειδή το προηγούμενο προφανώς ενόχλησε κριτικούς, διανομείς και θεατές), να βάλει λουκέτο στην εταιρεία που έκανε το λάθος να τον χρηματοδοτήσει (την United Artists) και να κερδίσει επάξια μία περίοπτη θέση στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ.

Κατάφερε να ξανακάνει ταινίες αρκετά χρόνια αργότερα, με τη «Χρονιά του Δράκου» και μετέπειτα τον «Σικελό», όμως πια δεν ήταν παρά ένας φιλότιμος και χειραγωγούμενος μισθοφόρος - που σε τίποτα δεν θύμιζε τον σκηνοθέτη που υπέγραψε κάποτε μια ταινία σαν τον "Ελαφοκυνηγό".

Μην τρελαθούμε και τελείως

Υπήρχε κάποτε μια εποχή που το Χόλιγουντ δεν έβγαζε μόνο κονσερβοποιημένες αηδίες κατά παραγγελία των γραβατωμένων marketing managers των μεγάλων στούντιο. Υπήρχε κάποτε μία εποχή γενικότερης αμφισβήτησης όπου ακόμα και η ίδια η βιομηχανία του υπερθεάματος τολμούσε να προσλάβει ένα νέο σκηνοθέτη από το «σιδηρούν παραπέτασμα» για να δοκιμάσει να πει κάτι διαφορετικό. Υπήρχε μια εποχή όπου το να πάρει μία ταινία τα τέσσερα μεγάλα βραβεία Όσκαρ δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι πρόκειται για σοβαροφανή πατάτα. Δυστυχώς αυτή η εποχή έχει πια περάσει και μάλλον θα αργήσει να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο.

Ταινία νούμερο 4 (από 7):

Στη Φωλιά του Κούκου (One Flew Over the Cuckoo’s Nest, 1975, dir: Milos Forman)

Ένας μικροκακοποιός (Jack Nicholson) παριστάνει τον τρελό, καταφέρνοντας να αποφύγει τη φυλάκιση και να εισαχθεί σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Εκεί θα δεθεί συναισθηματικά με τους ασθενείς και θα τους αντιμετωπίσει χωρίς προκαταλήψεις, βοηθώντας τους να ανακτήσουν τη χαμένη αξιοπρέπεια τους. Γρήγορα όμως θα έρθει σε σύγκρουση με την προϊσταμένη νοσοκόμα (Louise Fletcher), η οποία δεν θέλει να δει την καταπιεστική της κυριαρχία να αμφισβητείται. Το στοίχημα της πολυπόθητης απόδρασης δίνει τη θέση του στην ανάγκη για εξέγερση ενάντια σε ένα στείρο και υποκριτικό κατεστημένο, που κλειδώνει τη διαφορετικότητα πίσω από κάγκελα και τιμωρεί την ελευθερία του πνεύματος με ηλεκτροσόκ. Βυθίζοντας τον θεατή στον σκοτεινό και κλειστοφοβικό κόσμο της ψυχικής παρέκκλισης, ο Τσέχος σκηνοθέτης Milos Forman προσθέτει σκόρπιες κωμικές πινελιές για να εικονογραφήσει μία μοναδική αλληγορία για το αδυσώπητο πρόσωπο της υπέρμετρης συντήρησης και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κen Kesey (το οποίο έχει μεταφερθεί με επιτυχία και στο θέατρο), η «Φωλιά του Κούκου» είναι μία ταινία που επαναπροσδιορίζει τα όρια ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, σπάει τα στερεότυπα για την ψυχική ασθένεια και κλείνει με ένα υπέροχα αισιόδοξο και ταυτόχρονα δραματικό φινάλε. Η ελευθερία είναι στο χέρι μας, αρκεί να βρεθεί κάποιος να μας κάνει να το πιστέψουμε.

15 Μαρ 2007

Το όνομα του Οδυσσέα

Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν ότι το μυθικό έτος 2001 θα ζούσαμε σε έναν κόσμο όπου τα προβλήματα της φτώχειας και της πρόσβασης σε πόσιμο νερό, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δωρεάν παιδεία, αξιοπρεπή εργασία, κλπ θα είχαν λυθεί για το σύνολο του πληθυσμού του πλανήτη. Ήμουν σίγουρος πως τα θαύματα της τεχνολογίας θα λειτουργούσαν προς όφελός μας ώστε να έχουμε ρομπότ να μας υπηρετούν και να μπορούμε να κάνουμε επαγγελματικά ταξίδια στο φεγγάρι ή να εξερευνούμε άλλους πλανήτες και ηλιακά συστήματα. Οι πόλεμοι θα είχαν καταργηθεί και οι λαοί θα ζούσαν ενωμένοι σε μία παγκόσμια δημοκρατική κοινότητα. Πόσο μάλλον το 2007 - όταν θα ήμουν κι εγώ μεγάλος και θα είχα κάνει τόσα και τόσα σπουδαία πράγματα στη ζωή μου. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα καταλήγαμε σε επιστροφή του θρησκευτικού ή εθνικιστικού σκοταδισμού, ούτε ότι οι κοινωνικές ανισότητες θα έφταναν να ξεπεράσουν κάθε άλλο προηγούμενο ή ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας θα γνώριζε τέτοια ξεφτίλα. Όταν ήμουν ακόμα παιδί και το έτος 2001 απείχε τριάντα ολόκληρα χρόνια, οι γονείς μου με πήγαν στο σινεμά να δω μια ταινία που μιλούσε για το πώς θα ζούνε οι άνθρωποι στο μέλλον. Ή έτσι νόμιζα εγώ τουλάχιστον...

Ταινία νούμερο 3 (από 7):

2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (2001: A Space Odyssey, 1968, dir: Stanley Kubrick)

Πρέπει να είχα κοιμηθεί την πρώτη φορά που είδα αυτή την ταινία και δεν κατάλαβα γρυ. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Το "2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος" ήταν γεμάτο με ακατανόητα πράγματα. Άρχιζε με κάτι πιθήκους, μετά εμφανιζόταν ένας περίεργος μαύρος μονόλιθος με υπερφυσικές ιδιότητες, ένας σκεπτόμενος υπολογιστής πραγματοποιούσε ανταρσία ενάντια στο ανθρώπινο πλήρωμα ενός διαστημοπλοίου και ο μοναδικός επιζών αστροναύτης κατέληγε μέσω του μονόλιθου σε ένα ψυχεδελικό ταξίδι πέρα από τα όρια του υλικού σύμπαντος. Καμία σχέση με την Οδύσσεια, την οποία από τότε αγαπούσα ιδιαίτερα. Ή μήπως όχι;


Η εν λόγω ταινία είναι ίσως ό,τι πιο βαθυστόχαστο και βαρύγδουπο έχει φτιαχτεί από γεννέσεως κινηματογράφου. Βασισμένη σε ένα διήγημα του "Πάπα" της επιστημονικής φαντασίας Arthur Clarke, χρησιμοποιεί την ποίηση των εικόνων και της μουσικής για να ακροβατήσει σε δυσνόητα φιλοσοφικά ερωτήματα που περιστρέφονται γύρω από τη μεταφορική οδύσσεια ολόκληρου του ανθρώπινου είδους. Αντιμέτωποι με μία απρόσπωπη ανώτερη δύναμη, στεκόμαστε με το ίδιο δέος που ένιωσαν οι τριχωτοί και προγλωσσικοί πρόγονοί μας. Θέλουμε τόσο πολύ να γίνουμε οι ίδιοι θεοί, κι όμως κινδυνεύουμε να αφανιστούμε από τα ίδια τα δημιουργήματά μας. Υπάρχουν τόσα πολλά που δεν ξέρουμε (και ενδεχομένως δεν θα μάθουμε ποτέ) για το σύμπαν. Μονάχα αν μετεξελιχθούμε σαν είδος έχουμε πιθανότητες να επιβιώσουμε και να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο. Και άλλα πολλά...


Θα σταθώ μόνο σε ένα απόσπασμα της ταινίας, που αντανακλά αφηρημένα το επεισόδιο του Οδυσσέα εναντίον του Κύκλωπα. Ο αστροναύτης Dave Bowman (Keir Dullea), βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα μικρό εξερευνητικό σκάφος (που θυμίζει μήτρα) έξω από το υπό κατάληψη διαστημόπλοιό του. Εχθρός του είναι ο "μονόφθαλμος" υπερυπολογιστής HAL, ο οποίος θεωρεί πως οι άνθρωποι δεν διαθέτουν τα εχέγγυα ώστε να πραγματοποιήσουν επαφή με μία άγνωστη δύναμη όπως ο μυστηριώδης μονόλιθος. Αποκλεισμένος από την πρόσβαση στη γνώση και την υστεροφημία (ίσως την πιο ουσιαστική απειλή που εξέφραζε ο άγριος Πολύφημος), ο Bowman (που διόλου τυχαία σημαίνει τοξότης) εφευρίσκει ένα ριψοκίνδυνο τέχνασμα για να καταφέρει να εισβάλλει στο διαστημόπλοιο. Στη συνέχεια, εξολοθρεύει (και συμβολικά τυφλώνει) τον HAL με ένα πρωτόγονο όσο και το πελεκημένο κούτσουρο του Οδυσσέα όπλο: με ένα κατσαβίδι.

Η ετυμολογική ρίζα του ονόματος του Οδυσσέα είναι η λέξη "οδύσσασθαι", ένα ρήμα της μέσης φωνής που υποδηλώνει την οδύνη του κατατρεγμού από τα καπρίτσια των θεών (π.χ. "οδύσσασθαι υπό του Ποσειδώνος"). Προκειμένου να κερδίσει την προαναγγελθείσα ταυτότητά του, ο Οδυσσέας πρέπει να υποστεί και να προκαλέσει τον πόνο. Να εξελιχθεί σαν άνθρωπος και να αφήσει πίσω του την αλαζονεία του κατακτητή, να γνωρίσει την απώλεια αγαπημένων συντρόφων και της νεκρής μητέρας του, να διεκδικήσει με κάθε τρόπο την επιστροφή του στις ρίζες που τον ανέθρεψαν και να προστατεύσει το βασίλειό του από την ασυδοσία των ανήθικων μνηστήρων. Ο θρυλικός και πολυμήχανος τοξευτής της Ιλιάδας μετουσιώνεται σε έναν ταπεινό και σοφό κουρελή ζητιάνο, που καθώς λυγίζει το τόξο του γνωρίζει πια πολύ καλά τη ματαιότητα της ύβρεως και την θνητότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Την ώρα που εκτοξεύει το βέλος του ίσως να ελπίζει ότι οι απόγονοί του θα κληρονομήσουν τον κόσμο, και καλά θα κάνουν να έχουν διδαχτεί κάνα-δυο πράγματα από τα παθήματα του.


14 Μαρ 2007

Επτά κουρασμένα παλικάρια

Συνεχίζω από το προηγούμενο post τη λίστα με τις επτά αγαπημένες μου κινηματογραφικές ταινίες, επιλέγοντας ανάμεσα σε εκατοντάδες αυτές τις οποίες θεωρώ κλασικές και παράλληλα επίκαιρες. Πάντοτε με βάση προσωπικά κριτήρια και σε καμία περίπτωση επιχειρώντας να τις τοποθετήσω σε μία αξιολογική σειρά. Είναι απλά 7 πολύ καλές ταινίες που σημαίνουν κάτι για μένα. Όχι οι 7 καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως δεν υπάρχουν και τα 10 καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ ή οι 3 ωραιότερες γυναίκες που περπάτησαν σ' αυτόν τον πλανήτη. Πιστεύω ότι σε μερικά πράγματα ο πρωταθλητισμός πέρα από ανεφάρμοστος είναι και επιβλαβής, καταδικάζοντας τη συντριπτική πλειοψηφία που μένει εκτός του όποιου βάθρου στη λήθη και την απαξίωση του ηττημένου. Πάμε να πάρουμε μια γεύση από Ιαπωνία λοιπόν...

Ταινία νούμερο 2 (από 7):

Οι Επτά Σαμουράι (Shichinin No Samurai, 1954, dir: Akira Kurosawa)








Ένα χωριό στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα κινδυνεύει από λιμό εξαιτίας των συχνών επιδρομών μίας συμμορίας ένοπλων ληστών. Οι χωρικοί αποφασίζουν να προσλάβουν επτά περιπλανώμενους σαμουράι με μοναδικό αντάλλαγμα την παροχή τριών φτωχικών γευμάτων την ημέρα. Παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες, οι άνεργοι πολεμιστές προστατεύουν το χωριό και εξολοθρεύουν τους πολυπληθέστερους ληστές σε μία τελική μάχη κάτω από καταρρακτώδη βροχή. Όχι χωρίς απώλειες. Η ταινία είναι ένας ύμνος στη συλλογικότητα και τη δυναμική υπεράσπιση των ασθενέστερων οικονομικών τάξεων. Οι επτά σαμουράι είναι πραγματικοί ήρωες όχι επειδή χειρίζονται με μαεστρία το ξίφος και το τόξο, αλλά επειδή υψώνουν το κουρελιασμένο λάβαρο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και πολεμούν ενωμένοι ενάντια στα φαινόμενα κοινωνικής αδικίας ενός φεουδαρχικού συστήματος που αδιαφορεί για την επιβίωση όσων το τρέφουν.

Το ασπρόμαυρο αριστούργημα που έκανε διάσημο τον Akira Kurosawa στον δυτικό κόσμο απεικονίζει έναν σκληρό και βίαιο κόσμο με μια ποιητική ματιά που θυμίζει ελεγεία. Αυστηρές φόρμες, κοφτοί διάλογοι και άψογα χορογραφημένες σκηνές ρεαλιστικής μάχης δίνουν τον τόνο σε μία ταινία που είναι ταυτόχρονα βαθιά υπαρξιακή αλλά και ουμανιστική. Χωρίς αστραφτερές πανοπλίες, ψηφιακά εφέ και υπερφυσικές ικανότητες, οι «7 Σαμουράι» δανείζονται μορφολογικά στοιχεία από τη μυθολογία του αμερικάνικου Γουέστερν και παράλληλα καθιερώνουν το κινηματογραφικό είδος των ταινιών με σαμουράι, ανοίγοντας το δρόμο για το χολιγουντιανό τους ριμέικ «Κι οι 7 ήταν Υπέροχοι» του John Sturges (1960).

13 Μαρ 2007

Εδώ ο κόσμος καίγεται...

...κι εμείς παίζουμε παιχνιδάκια για να σκοτώσουμε την ώρα μας. Ή μήπως όχι; Ίσως αρκετοί από εμάς να προτιμούν να εκφράσουν σκέψεις ή συναισθήματα που σχετίζονται έστω και έμμεσα με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ίσως πάλι όχι και τόσο πολλοί, δεν ξέρω.

Φωτιές, ξύλο, δακρυγόνα, ψωμί, παιδεία, τρομοκρατία, προπαγάνδα... Κάτι θα έπρεπε να μας θυμίζει όλο αυτό το σκηνικό, μόνο που τώρα είμαστε πια στην αντιπέρα όχθη και ψέγουμε τους αλήτες που απαιτούν έναν καλύτερο κόσμο αντί να συμβιβάζονται
όπως εμείς στο κυνήγι ενός ολοένα και πιο μπαγιάτικου καρότου. Δεν είναι τόσο πρόσφατη αυτή η κατάσταση όσο νομίζουμε, ούτε και τόσο περιορισμένης έκτασης όσο υποστηρίζουν τα μέσα μαζικής εξημέρωσης. Και δεν έχει να κάνει με το αν ο άγνωστος Χ κουκουλοφόρος έχει φοιτητικό πάσο ή του κολλάει ένσημα η ΕΛ.ΑΣ., ούτε με το αν πρέπει να διώξουμε τα κομματόσκυλα από τα πανεπιστήμια για να τα αντικαταστήσουμε με μεγαλοκαρχαρίες. Έχει να κάνει με το ποιοί είμαστε εμείς οι ίδιοι και με το τι είδους κοινωνία θέλουμε να κληρονομήσουμε στους επόμενους. Τόσο απλά.

Ωστόσο, η πρόσκληση είναι πάντα πρόσκληση, και είναι μεγάλη αγένεια να την αρνηθείς όταν γίνεται τόσο ευγενικά. Αυτή τη φορά έχουμε να κάνουμε με ένα χαριτωμένο παιχνίδι για τις 7 αγαπημένες μας ταινίες. Μεθαύριο θα κάνουμε γκάλοπ για τους 3 αγαπημένους μας προορισμούς καλοκαιρινών διακοπών ή τα 10 πιο νόστιμα φαγητά που έχουμε φάει ποτέ στη ζωή μας. Στο τέλος θα ανακαλύψουμε ότι όλες αυτές οι μόδες ξεκινήσανε από κάποια διαφημιστική εταιρεία κι ότι τόσο καιρό συμμετείχαμε άθελά μας και εντελώς αφιλοκερδώς σε μία χρησιμότατη έρευνα αγοράς για τις καταναλωτικές συνήθειες του μέσου καραγκιόζη που του περισσεύουν χρόνος και χρήμα ώστε να μπορεί να τα ξοδεύει παίζοντας με το ίντερνετ.

Το πρόβλημα μου με τις ταινίες (για να μπω επιτέλους στο θέμα αυτού του post), είναι πιο σοβαρό από το γεγονός ότι λατρεύω παραπάνω από εφτά. Ή δέκα. Είναι πιο περίπλοκο από το πόσο πολύ μπορεί να τις λατρεύω, ή πόσο καλά τις θυμάμαι από την τελευταία φορά που τις είδα. Για μένα, που οι ταινίες είναι όλη μου η ζωή όχι μόνο μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία, αυτό που μετράει περισσότερο είναι το τι ακριβώς είναι αυτές οι ταινίες. Για τι πράγμα μιλάνε; πώς το λένε; τι κρύβουν από πίσω; τι σκατά μπορεί να σημαίνει αυτό για μας; Πιστέψτε με, έχω δει πολλές παραπάνω από εφτά ταινίες που με κάνανε να ανατριχιάσω γιατί κατάφερα να νιώσω ότι στο φωτεινό παράθυρο της μεγάλης οθόνης καθρεφτιζόταν η φάτσα μου. Γι' αυτό μου είναι αδύνατον να παραθέσω απλά μια λίστα και να ξεμπερδεύω με την υποχρέωση. Θα δημοσιεύω λοιπόν κάθε μέρα κι από μία επιλογή, επικεντρώνοντας στη δική μου - εντελώς προσωπική - ανάγνωση. Κι αφού βλέπω πως σας αρέσουν οι αλληγορίες, να δούμε αν θα πιάσετε το υποννούμενο.

Ταινία νούμερο 1 (από 7):

Ο Πολίτης Κέην (Citizen Kane, 1941, dir: Orson Welles)











Ένα παιδί γίνεται μεγιστάνας, μετά γίνεται παντοδύναμος τύραννος, στη συνέχεια αποτυχημένος σύζυγος και καταλήγει να πεθάνει μόνος. Η αποκαθήλωση της μεγαλομανίας του αμερικάνικου ονείρου από μια ταινία που επηρέασε τον παγκόσμιο κινηματογράφο όσο ελάχιστες άλλες. “Rosebud”: Το ανθρώπινο και το απάνθρωπο πρόσωπο της πλουτοκρατίας ιδωμένο μέσα από το χιονισμένο τοπίο μιας κρυστάλλινης σφαίρας που κουβαλάει όλα τα χαμένα όνειρα της παιδικής αθωότητας. Πέρα από σύμβολο όμως, είναι και ένα κλειδί για να επαναπροσδιορίσουμε το ρόλο της εξουσίας και τη ματαιότητα που κρύβει η αλόγιστη συσσώρευση πλούτου και δύναμης. Ο μέγας και τρανός Charles Foster Kane (μεγαλοεκδότης και επιχειρηματίας, υποψήφιος πολιτικός και πολλά άλλα) - όπως και όλοι εμείς οι υπόλοιποι - είναι τελικά φθαρτός.

Τις τελευταίες δεκαετίες, ο «Πολίτης Κέην» ψηφίζεται σταθερά πρώτος στη λίστα των καλύτερων ταινιών που έγιναν ποτέ από την παγκόσμια ένωση κριτικών. Και πιθανόν όχι αδίκως. Κέρδισε ωστόσο μόνο ένα όσκαρ για το σενάριο που έγραψε ο Herman J. Mankiewicz μαζί με τον Welles. Υπήρξε η πρώτη και καλύτερη ταινία ενός παιδιού-θαύματος που στα εικοσιπέντε του κατάφερε να αλλάξει για πάντα την ιστορία του κινηματογράφου, μόνο και μόνο για να εκδιωχθεί στη συνέχεια από τη Γη της Επαγγελίας που ονομάζεται Χόλιγουντ και να περιπλανιέται σαν ηθοποιός σε ασημαντότητες προκειμένου να μπορεί να χρηματοδοτήσει τις ανεξάρτητες πια παραγωγές του. Αν δεν την έχετε δει ακόμα αυτή την ταινία, δείτε την. Αν την έχετε ξαναδεί, ξαναδείτε την.

Ευχαριστώ θερμά την Elafini, που μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω για ένα θέμα που σημαίνει τόσο πολλά πράγματα για μένα. Της ζητώ συγγνώμη για το επιθετικό ύφος αυτού του post - είναι ελπίζω προφανές ότι δεν στρέφομαι εναντίον της καλοπροαίρετης πρόσκλησής της να συμμετάσχω σε ένα (όχι και τόσο ανώδυνο τελικά) παιχνίδι. Δεν πρόκειται ωστόσο να δώσω πάσα σε κανέναν για να συνεχίσει, γιατί σέβομαι και υπερασπίζομαι την ελευθερία επιλογής του καθενός μας να γράψει αυτό που θέλει, όποτε το θέλει. Πείτε με ξενέρωτο αν θέλετε, αλλά πιστεύω ότι αρκετά ασχοληθήκαμε με τα παιχνίδια μας σε μια εποχή που οι φοιτητές ματώνουν τα πεζοδρόμια ενώ οι φασίστες και τα λαμόγια καμαρώνουν στα τηλεοπτικά στούντιο.

12 Μαρ 2007

Σόδομα και Μπλόγκορα

Συχνά τα ανομολόγητα όνειρα των κατοίκων της βιβλικής αυτής περιοχής του κυβερνοδιαστήματος περιστρέφονται γύρω από αναζητήσεις συντρόφων για σεξουαλική συνεύρεση. Άλλες φορές με πρόσχημα μία ρομαντική ωδή στη μελαγχολία, άλλοτε με ωμές λογοτεχνικές φαντασιώσεις, κάποιες φορές καλά κρυμμένες πίσω από φιλοσοφία, ποδόσφαιρο ή πολιτική και ενίοτε εντελώς χύμα, με θηλυκά (ή και αρσενικά) pin-ups αναρτημένα σε προκλητικά αυτάρεσκες πόζες. Τελευταία μόδα, αυτές οι φαινομενικά αθώες απόπειρες σύσφιξης κοινωνικών σχέσεων, που έχουν σαν απώτερο σκοπό την ικανοποίηση των αχόρταγων ορέξεων των απανταχού δικτυογράφων. Το μυαλό σας κολλημένο στο σεξ, λες και ψάχνετε να βρείτε το ελιξήριο της αιώνιας ηδονής. Μα τι οιστρηλασία είναι αυτή που σας έχει πιάσει όλους και όλες; Αφού ούτως ή άλλως δεν κάνουμε κι άλλη δουλειά μεταξύ μας κάθε μέρα. Μεταφορικά τουλάχιστον. Θα πατήσω το κουμπάκι και θα μπω στον έναν, θα κάνει ένα κλικ η άλλη και θα μπει σε μένα, θα τη δω που μπήκε και θα πάω κι εγώ να χωθώ μέσα της, να αφήσω και τον σπόρο μου για τη μελλοντική σύλληψη ουτοπικών ιδεολογιών και λοιπών πεποιθήσεων. Στο μεταξύ, θα με έχει επισκεφθεί ολόκληρη ομάδα και θα δυσκολεύομαι να τους φέρω βόλτα όλους μαζί... Σόδομα και Μπλόγκορα! Μια γιγάντια διαδικτυακή παρτούζα χωρίς καν σοβαρές μεθόδους πρόληψης (πέρα από τα ειωθότα δημοσιεύματα που δεν αφορούν απολύτως κανέναν – αυτό όμως αποτελεί μια μορφή πρόσκαιρης παρθενίας). Μωρέ καλά το λέω εγώ ότι μια μέρα θα πέσει φωτιά να μας κάψει. Θα απομείνουν μόνο μερικοί ημίτρελοι μπλόγκερς που θα φτιάχνουν κολιέ με χάντρες σε απομακρυσμένες από τη συντέλεια περιοχές και θα επιμένουν να γράφουν αποκρυφιστικά κείμενα για αμαρτωλούς που προκάλεσαν την οργή του Κυρίου, αγγέλους που κατέβηκαν online και όλοι κυνηγούσαν να τους βατέψουν, στήλες άλατος και σκληρών δίσκων ή άλλες φανταστικές ιστορίες περί άρκτων.

Κουραφέξαλα. Το πολύ-πολύ αν τρέξει λίγο αίμα κάποια στιγμή χρησιμοποιείστε ιώδιο και βαμβάκι. Μπλογκάρετε λοιπόν γιατί χανόμαστε! Και κοιτάξτε να το φχαριστηθείτε γιατί από το πολύ μπες-βγες θα μας βρει και τίποτα κακό καμιά ώρα. Έχουμε και χοληστερίνη στην ηλικία μας...

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε στα πλαίσια του παιχνιδιού των πέντε λέξεων - της νέας μόδας στη μπλογκόσφαιρα. Μετά από αλλεπάλληλες προσκλήσεις (κατάφερα να εντοπίσω μόνο δύο, μία από τη Vouts και μία από τη Maya), αποφάσισα να συμπτύξω τις 5 + 5 υποχρεωτικές λέξεις που μου ανέθεσαν σε ένα κείμενο. Σειρά μου τώρα, να προσκαλέσω τους: Fight Back, Renton Maelstrom, Σία+Μέζα, Elafini και τον Έρωτα που περνάει από το στομάχι. Οι πέντε λέξεις που πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβετε στο πεζό ή έμμετρο κείμενο σας είναι οι εξής: αγκύλωση, οικοσύστημα, γιαταγάνι, δρυοκολάπτης και πρηνηδόν.

8 Μαρ 2007

Ψυχομετρικό τεστ

Επειδή ο χρόνος πιέζει για διάφορες εκκρεμότητες και δεν προλαβαίνω να γράφω συνεχώς καινούργιες αμπελοφιλοσοφίες, θα σας αφήσω να παίξετε με μερικές νέες φωτογραφίες της πινακοθήκης Yperoptix. Δείτε το λίγο σαν αυτό το τεστ με τις κηλίδες που κάνουν οι ψυχίατροι - Rorsharch νομίζω πως το λένε. Κοιτάξτε λοιπόν τις παρακάτω εικόνες για σύντομο χρονικό διάστημα, αν θέλετε μισοκλείστε και τα μάτια, και περιγράψτε μετά στα σχόλια τι είναι το πρώτο πράγμα που σας ήρθε στο μυαλό. Αυθόρμητα και αβασάνιστα. Η διάγνωση θα είναι αποκαλυπτική και (ψευδο) επιστημονικότατη. Δεν είναι απαραίτητο να γράψετε κάτι για όλες τις εικόνες, μόνο για αυτές που σας εξάπτουν τη φαντασία.

Η σειρά είναι η εξής: 1 (πάνω αριστερά), 2 (πάνω δεξιά), 3 (κάτω αριστερά), 4 (κάτω δεξιά).

(Συμβουλή: ανοίξτε τις εικόνες σε ξεχωριστό παράθυρο ή καρτέλα για καλύτερα αποτελέσματα).


7 Μαρ 2007

300 γραμμάρια τεστοστερόνης

Παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας "300" σήμερα στις αίθουσες, με επίσημη πρώτη προβολή στη σημερινή Σπάρτη. Είμαστε πάλι στη μόδα φαίνεται. Βασισμένη στο γνωστό βιβλίο κόμικς του Frank Miller, η εν λόγω υπερπαραγωγή καυχιέται ότι είναι πιστή αντιγραφή της εικονογράφησης ενός βιβλίου που υμνεί τα κατορθώματα του Βασιλιά Λεωνίδα και της παρέας του στις Θερμοπύλες. Μιλάμε για το απόλυτο digital splatter. Μεγάλη εθνική υπερηφάνεια. Αυτή τη φορά κανείς δεν πρόκειται να κοροϊδέψει τους αρχαίους Έλληνες ότι ήταν gay. Τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία είναι ποτισμένα στο αίμα και τον ιδρώτα των ατρόμητων (και καλογυμνασμένων) Σπαρτιατών, που υπερασπίστηκαν την ελευθερία και τη δημοκρατία ενάντια στις ορδές των (σκουρόχρωμων) κατακτητών.

Μια στιγμή όμως. Τι δουλειά είχαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες με τη δημοκρατία; Αναχρονιστικά και εσφαλμένα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμα και μιλιταριστές, φασίστες ή ό,τι άλλο θέλετε. Δημοκράτες μια φορά δεν υπήρξαν ποτέ τους. Φυσικά η όποια ιδεολογία της αρχαίας Σπάρτης δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι 300 του πραγματικού Λεωνίδα αποτέλεσαν μία από τις ηρωικότερες σελίδες της ελληνικής (και όχι μόνο) ιστορίας. Έπεσαν υπέρ πατρίδας και ανέκοψαν τη φόρα των Περσών. Των σημερινών Ιρανών δηλαδή. Κάπου εδώ αρχίζει και μυρίζει περίεργα η υπόθεση. Αναρωτιέμαι ποιά είναι η σκοπιμότητα να γυριστεί σήμερα μια ταινία που τοποθετεί το περσικό έθνος στον αντίποδα του "πολιτισμένου" και "ελεύθερου" κόσμου. Μήπως να τους βομβαρδίζαμε πριν τους έρθουν τίποτα ιδέες να μας κατακτήσουν; Ελάχιστη σημασία έχει που το πολίτευμα και η θρησκεία τους δεν έχει πια καμία σχέση με τότε. Αναρωτιέμαι επίσης, κατά πόσο η αυτοθυσία των ένδοξων προγόνων μας μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όχημα για τη δικαιολόγηση και ωραιοποίηση της ωμής βίας και όλων όσων πρεσβεύει. Μήπως το σφάξιμο είναι τελικά καλό πράγμα και οι πανίσχυροι τεχνολογικά χασάπηδες της σύγχρονης εποχής μπορούν να συγκριθούν με μια χούφτα πεισματάρηδων Σπαρτιατών της αρχαιότητας; Οι αναλογίες διαφέρουν κατά πολύ φοβάμαι...

Δεν κρίνω ούτε την ταινία ούτε το βιβλίο - το οποίο αν και υπερβολικά στρατόκαυλο για τα γούστα μου είναι εξαιρετική δουλειά και σημείο αναφοράς στην ιστορία των κόμικς. Σίγουρα δεν κρίνω τον Λεωνίδα και τους στρατιώτες του που φύλαξαν τα στενά των Θερμοπυλών με τίμημα τη ζωή τους. Απλά είμαι για άλλη μια φορά καχύποπτος απέναντι σε συμπτώσεις που βρωμάνε διαστρέβλωση προς όφελος υπερατλαντικών σκοπιμοτήτων. Και έχω μεγάλη περιέργεια να δω πόσοι εθνικιστές "ελληναράδες" θα αρπάξουν την ευκαιρία για να προωθήσουν τις μισαλλόδοξες απόψεις τους περί ανωτερότητας των (μπασταρδεμένων) γονιδίων της φυλής μας.

Γιατί - κακά τα ψέμματα - ακόμα και το πιο σκληροτράχηλο αμερικανάκι κομμάντο δεν είναι ούτε μια τρίχα από τ' αρχίδια του τελευταίου οπλίτη που έβγαλε κάποτε η αρχαία Σπάρτη. Οπλίτη που το κορμί του ίσως κουρελιάστηκε από τα βέλη των αριθμητικά υπέρτερων εχθρών, η ψυχή του όμως "ενθάδε κείται" και πιθανόν απόψε να στριφογυρίζει ανήσυχη.

4 Μαρ 2007

Ζήτημα οπτικής γωνίας

Ξενυχτισμένος από τη δουλειά, έφτασε στο νοσοκομείο έχοντας κοιμηθεί το πολύ τρεις ώρες, κι αυτές σε έναν δερμάτινο καναπέ στο γραφείο. Δεν την πρόλαβε πριν μπει στο χειρουργείο. Ο πατέρας του περίμενε ήδη έξω, άσπρος σαν το πανί. Τα χέρια του έτρεμαν. Πρώτη φορά που τον έβλεπε έτσι. Ανταλλάξανε δυό κουβέντες και περίμεναν. Ώρες. Όταν επιτέλους τους φώναξε η νοσοκόμα, άκουσαν τον χειρουργό να τους εξηγεί ότι ήταν μια δύσκολη εγχείρηση, τόσο δύσκολη που συγκριτικά ακόμα κι οι αφαιρέσεις όγκων έμοιαζαν με παιχνιδάκι. Ήθελε να νιώσει ανακούφιση, αλλά κάτι δεν του πήγαινε καλά μέσα του. Κάτι δεν ταίριαζε. Το απέδωσε στην κούραση και στάθηκε πάλι έξω περιμένοντας να βγει το φορείο. Λίγο πιο πέρα, μια νεαρή γυναίκα έβγαζε πνιχτά αναφιλητά.

Η μητέρα του άργησε να ξυπνήσει μετά από τόσες ώρες νάρκωση. Αδυνατισμένη, χλωμή, συνδεδεμένη με σωληνάκια. Ζαλισμένη. Δεν ήταν αυτή η εικόνα της, όχι αυτή που είχε συνηθίσει τουλάχιστον. Στο ασανσέρ προσπάθησαν να της πουν ότι όλα πήγαν καλά, αλλά εκείνη ακόμα παραμιλούσε, ανήσυχη για τις φυσσαλίδες του ορού που απειλούσαν να μπουν στο αίμα της. Μάταια της έκανε πλάκα ο τραυματιοφορέας για να την καθησυχάσει.


Ήταν ένα ευρύχωρο και φωτεινό δωμάτιο στον έκτο όροφο. Είχε πάει πια μεσημέρι. Μόλις της είχε δώσει άλλη μια φορά να γλείψει το υγρό κουτάλι για να ξεδιψάσει όταν άκουσε το βουητό. Το είχε ξανακούσει πριν από χρόνια, αλλά ποτέ τόσο έντονο. Οι τοίχοι άρχισαν να χορεύουν, η φευδοροφή και τα τζάμια να τρίζουν, σε κάποιον διπλανό θάλαμο ακούστηκαν μπουκαλάκια να σπάνε. Σεισμός. Φωνές στους διαδρόμους από έξω, τσιρίδες και ποδοβολητά. Από το δρόμο ακούστηκε μια παράφωνη χορωδία συναγερμών αυτοκινήτων, ενώ το υπόκωφο βουητό εξακολουθούσε να δίνει τον τόνο. Το πάτωμα ήταν που έτρεμε τόσο ή μήπως τα γόνατά του; Ανίκανος να νιώσει πανικό από την εξάντληση, έμεινε σαστισμένος να κοιτάζει πότε τη μάνα του και πότε το ταβάνι. Αν πίστευε στο Θεό θα προσευχόταν. Να κρατήσει το κτίριο. Να μην πέσει. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να γίνει, να την αφήσει εκεί ξαπλωμένη δεν υπήρχε περίπτωση, να τη σηκώσει στα χέρια του και να τρέχει με τα σωληνάκια να κρέμονται επίσης. Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε να τελειώσει. Του φάνηκε αιώνας.


Στα λεπτά που ακολούθησαν εκτυλίχθηκαν σκηνές ατόφιου παραλογισμού. Οι νεαρές νοσοκόμες είχαν καταρρεύσει κι έκλαιγαν από το σοκ, οι άλλοτε ψύχραιμοι γιατροί έδειχναν εξίσου χάλια με τους ασθενείς τους, οι επισκέπτες ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες χωρίς εμφανή σκοπό ή νόημα. Κάποια κυρία επέμενε να πάρει το ασανσέρ, κι ας της εξηγούσαν ότι ήταν επικίνδυνο να κλειστεί μέσα. Άρχισαν να αναμεταδίδονται φήμες με ταχύτητα αστραπής. Άλλος έλεγε ότι το επίκεντρο ήταν στην Αταλάντη, άλλος άκουσε στο ραδιόφωνο για τις Αλκυονίδες, ένας ισχυριζόταν πως επρόκειτο σίγουρα για τα Κύθηρα. Οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν μπλοκάρει και κανείς δεν μπορούσε να ξέρει αν οι δικοί του άνθρωποι ήταν ζωντανοί ή θαμμένοι κάτω από συντρίμμια. Χάος. Δεν άντεχε άλλο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι
από το πρωί δεν είχε κάνει ούτε μια τζούρα. Αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι ο πατέρας του είχε κάπως ηρεμήσει κι ότι ο ορός συνέχιζε να στάζει με τον ίδιο μονότονο ρυθμό, κατέβηκε στο ισόγειο.

Στον κήπο επικρατούσε μια εντελώς διαφορετική εικόνα από αυτή που υπήρχε μέσα. Τα πουλιά επέστρεφαν στα κλαδιά τους και
τιτίβιζαν ακόμα φοβισμένα. Απόλυτη γαλήνη, σχεδόν ευδαιμονία. Ο "Άγιος Σάββας" είναι νοσοκομείο που ειδικεύεται στους καρκινοπαθείς. Κι οι καρκινοπαθείς έχουν συνηθίσει καιρό τώρα να ζουν παρέα με τον θάνατο. Μακάριοι και χαμογελαστοί, ντυμένοι με τις χρωματιστές πυτζάμες τους, είχαν βρει την ευκαιρία να απολαύσουν στη ζούλα το τσιγαράκι τους, κάνοντας παράλληλα χάζι με τον πανικό των άλλων. Αν έχεις χάσει τα μαλλιά σου από τη χημειοθεραπεία και παίζεις καθημερινά στοίχημα για το αν σου έχουν απομείνει μήνες ή μέρες, τι έχεις να φοβηθείς από έναν σεισμό; Δεν πα να'ναι και οχτώ ρίχτερ...

Ρούφηξε τον καπνό και τον άφησε να πλημμυρίσει τα πνευμόνια του. Κοίταξε ψηλά και αντίκρυσε έναν φωτεινό ήλιο, ένιωσε τη ζέστη του να του καίει το κορμί κάτω από το κοντομάνικο. Είχε μπει για τα καλά πια ο Σεπτέμβρης κι όμως έμοιαζε σα να ήταν ακόμα καλοκαίρι.

3 Μαρ 2007

ΚΡΕΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ

Αφού βλέπω ότι αρκετοί δικτυογράφοι δημοσιεύουν συνταγές μαγειρικής, λέω να δοκιμάσω να κάνω κι εγώ το ίδιο, προτείνοντάς σας ένα πιάτο που στο εγγύς μέλλον ίσως αποτελέσει σύνηθες εκλεκτό έδεσμα στα καλά restaurants. Ακολουθεί η fusion εκδοχή μιας παραδοσιακής ΕΛληνικής συνταγής που υπόσχεται να παρασύρει τους gourmet συνδαιτημόνες σε έντονες συγκινήσεις:

ΚΡΕΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ

Υλικά
(σερβίρει 10 εκατομμύρια άτομα)

  • 12 φιλέτα ΑρχαίοΕΛληνικού κάλλους
  • 1 μήλο
  • 1800 χιλιόγραμμα αγιαστούρας (κατά προτίμηση εμφιαλωμένης)
  • 400 χρόνια τουρκοκρατίας
  • 5-6 γενιές γαλάζιου αίματος Βαυαρίας
  • 1 μάτσο φρέσκα σφυροδρέπανα
  • 2 ποτήρια Μεταξά επταετούς ωρίμανσης
  • 2 κουταλιές θυμάρι Μακρονήσου
  • Μια χούφτα νύχια αετού
  • 10 καφάσια κολοκύθια
  • 3 φτερά μεγάλου καρχαρία
  • 1 αρμαθιά χοιρινά λουκάνικα Ισραηλινής προελεύσεως
  • 1 αυγό του φιδιού
  • 5 Αλβανούς (ολόκληρους)
  • 6 φέτες εξωγήινων τύπου Roswell
  • μισό κεφάλι κυπριακό χαλούμι
  • 1 νταμιτζάνα ΕΛλαιόλαδο
  • και 3 κιλά ελιές θρούμπες

Εκτέλεση

Μαρινάρουμε τα αρχαιοελληνικά φιλέτα στην αγιαστούρα για μερικούς αιώνες. Όταν αρχίσουν και μυρίζουν άσχημα, τα ρίχνουμε σε βαθιά κατσαρόλα όπου έχει κάψει μπόλικο ΕΛλαιόλαδο. Μόλις ροδίσουν τους ρίχνουμε λίγο ψιλοκομμένο σφυροδρέπανο και όλη την τουρκοκρατία κομμένη σε κύβους. Τα ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα. Λιώνουμε το μήλο, κάνουμε το ασπράδι του αυγού μαρέγκα (τον κρόκο τον ρουφάμε ωμό επιτόπου) και τα ρίχνουμε σε ένα μπολ μαζί με το βαυαρικό αίμα. Τα χτυπάμε στο mixer. Σβήνουμε τα φιλέτα με το μίγμα και ρίχνουμε τα υπόλοιπα σφυροδρέπανα (συμβουλή: μουλιάστε τα πρώτα σε ξύδι για να μη μπαγιατέψουν). Προσθέτουμε τα νύχια του αετού και το αφήνουμε να βράσει για μισή ώρα.

Παράλληλα, σωτάρουμε σε ρηχό τηλεοπτικό σκεύος (κατά προτίμηση wok) τα κολοκύθια, τα φτερά καρχαρία, τα κομμένα σε ροδέλες λουκάνικα και τις φέτες των εξωγήινων. Αφήνουμε τα φτερά να ρουφήξουν το ζουμί από τα υπόλοιπα και τα ρίχνουμε όλα στο βαθύ σκεύος μόλις τσικνίσουν. Βάζουμε τους Αλβανούς στον στίφτη και τους χύνουμε σιγά-σιγά κι αυτούς στην κατσαρόλα. Κλείνουμε το καπάκι και κάνουμε ακριβώς ένα τσιγάρο περιμένοντας. Ξύνουμε τα αρχίδια μας. Ανοίγουμε το καπάκι και ρίχνουμε σποραδικά μικρές δόσεις Μεταξά. Πασπαλίζουμε με το τριμμένο θυμάρι. Τις ελιές τις πετάμε ολόκληρες. Μην ξεχάσετε και το χαλούμι. Καπακώνουμε την κατσαρόλα και περιμένουμε τους καλεσμένους μας. Λίγη ώρα πριν το σερβίρουμε, μπορούμε να το περάσουμε από το grill. Συνοδεύεται τέλεια με βαρέα αλκοολούχα και ναρκωτικά.

Αυτό το πιάτο δεν τρώγεται φυσικά, ωστόσο αν το αφήσουμε να σκληρήνει για λίγο καιρό αποτελεί εξαιρετικής ποιότητας υλικό για την κατασκευή οβίδων για κανόνια, όλμους και λοιπά πυροβόλα όπλα.

1 Μαρ 2007

Ο Κορκόδειλος

Τίποτα δεν πρέπει να του είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στη ζωή του από τον κροκόδειλο που είδε κάποτε σε ένα τσίρκο. Αμφιβάλλω αν έκτοτε ο θείος Φώτης είδε ξανά κροκόδειλο πάνω από τρεις φορές στη ζωή του. Όχι από κοντά εννοείται, μόνο σε τίποτα φωτογραφίες των τότε περιοδικών ή στην ασπρόμαυρη ακόμα τηλεόραση. Φαίνεται όμως ότι του είχε γίνει έμμονη ιδέα η εικόνα του ζώου. "Όπως ο κορκόδειλος" έλεγε, και μετά έκανε κάτι σαν "χραπ" με τα χέρια του για να σου αναπαραστήσει την κίνηση που κάνουν τα σαγόνια του θηρίου όταν κλείνουν με φόρα. Θυμάμαι πως χρησιμοποιούσε τον κορκόδειλο συχνά σαν παράδειγμα για να σου υποστηρίξει επιχειρήματα που ο ίδιος θεωρούσε ατράνταχτα. Για οτιδήποτε. Μπορούσε να σου μιλήσει για τους Εσκιμώους και την Ατλαντίδα ή για την εισοδηματική πολιτική του Παπαντρέου και τη στρατηγική του Κολοκοτρώνη με την ίδια άνεση που θα σου ανέλυε τον Πικάσο ή τον Αϊνστάιν - θέματα για τα οποία δεν κατείχε καμία απολύτως γνώση. Τίποτα δεν τον πτοούσε όμως, όπως και τίποτα δε μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Την οποία με μεγάλη ευκολία σχημάτιζε και εξέφραζε, πάντοτε με νεύρο και εσωτερικό πάθος - λες και τον έκαιγαν όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα που πίστευε ότι χρήζουν της δικής του βαθυστόχαστης ανάλυσης.

Α, όλα κι όλα, ήταν μεγάλος ξερόλας ο θείος Φώτης. Και το φαλακρό σαν αυγό κεφάλι του ήταν μεταφορικά και κυριολεκτικά χοντρό. Τον θυμάμαι καθαρά, με τις τρίχες στην πλάτη να εξέχουν από το ξεχειλωμένο φανελάκι του, τα πατομπούκαλα γυαλιά του, τα μονίμως γουρλωμένα μάτια του κι αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά της κολώνιας του μπακάλη που έβαζε μετά το ξύρισμα. "Επ, Δημητράκη, έλα εδώ αγάπη μου" - έβγαζε πάντα μια κάπως τσιριχτή χαρούμενη φωνούλα όταν σε έβλεπε, και τότε τέντωνε τα χέρια του ανοιχτά και σε βούταγε να σε σφίξει στην αγκαλιά του. Κι ας ήσουνα πια ολόκληρος μαντράχαλος και πήγαινες γυμνάσιο. Καλός άνθρωπος ήταν ο καημένος. Με τη ρετσίνα του και το μπουζουκάκι του, του άρεσε να πηγαίνει σε ταβερνούλες με την παρέα του και να τραγουδάει "το τραμ το τελευταίο" και "κάτω στον Πειραιά στο λιμάνι". Η επιτομή του κουκουέ του καφενείου και παράλληλα του μικροαστού μιας άλλης εποχής, ο θείος Φώτης ήταν ένας πλασιέ από τα Καμίνια, που μπορούσε να είναι πραγματικά περήφανος στη ζωή του μόνο για δύο πράγματα: Για τον γιό του που κατάφερε και τον σπούδασε για να τον τοποθετήσει σε μία καλύτερη κοινωνική τάξη, και για το γεγονός ότι είχε υπηρετήσει στον πόλεμο του '40. Όχι τίποτα ιδιαίτερα μάχιμο και ηρωικό, γραφέας ήταν ο άνθρωπος, αλλά τουλάχιστον πρόλαβε και πήγε στα βουνά. Είδε χιόνι και πεθαμένους. Έζησε τις εξελίξεις - έστω και κάπως ξώφαλτσα σε σχέση με κάποιους άλλους. Πάντως και που παντρεύτηκε τη θεία Ελπίδα και βολεύτηκε κάπως, τις δυσκολίες του θυμάμαι πως τις είχε ακόμα. Μια ζωή πάλευε με τους δοσατζήδες, τους βερεσέδες και τις συντάξεις.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβλεπε πια τίποτα, αφού ο καταρράκτης δεν του επέτρεπε πια να τροφοδοτεί τη φαντασία του με καινούργιες εικόνες. Για τον
κορκόδειλο μιλούσε ακόμα, όχι με τόσο πάθος πια όμως. Φαίνεται ότι τον είχε φυλάξει καλά μέσα στο κεφάλι του. Αναρωτιέμαι αν κατάλαβε ποτέ ότι ο ίδιος δεν ήταν καθόλου κροκόδειλος, αλλά περισσότερο δεινόσαυρος - εκπρόσωπος μιας γενιάς και νοοτροπίας που σιγά-σιγά έσβηνε και τίποτα δεν μπορεί πια να φέρει πίσω.

Δεν ξέρω αν πρόλαβε ποτέ του να δει αλιγάτορα, σίγουρα πάντως δεν θα ήταν σε θέση να ξέρει να τον ξεχωρίσει από έναν
κροκόδειλο. Ούτε εγώ ξέρω για να πω την αλήθεια.


Σύμφωνα με την σε βάθος έρευνα που έκανα στο Google για να γράψω αυτό το post, στην παραπάνω φωτογραφία εικονίζεται ένας αλιγάτορας.