Πάνε κοντά δώδεκα χρόνια από τότε. Είχα παλιώσει πλέον στο στράτευμα και ψαχνόμουν για συμπληρωματικές άδειες ώστε να γλυκάνω τους μήνες που απέμεναν μέχρι να απολυθώ. Εκμεταλλευόμενος κάποιες γνωριμίες (βλ. βύσματα), κατάφερα να κάνω εισαγωγή στο 401 Γ.Σ.Ν. με αφορμή ένα ασήμαντο λίπωμα που είχα βγάλει πίσω από τ’ αυτί μου. Κάθησα μέσα στο στρατιωτικό νοσοκομείο τρία ή τέσσερα βράδια, προκειμένου να αποκτήσω και τυπικά το δικαίωμα για την πολυπόθητη εικοσαήμερη αναρρωτική άδεια. Δε λέω, είχε την πλάκα της η όλη εμπειρία. Αφού ουσιαστικά ήμουν απολύτως υγιής, είχα όλο τον χρόνο στη διάθεση μου για να σουλατσάρω στους διαδρόμους, να παραγγέλνω πίτσες και να διαβάζω στο κρεβάτι τα απομνημονεύματα του αγαπημένου μου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι. Στο θάλαμο ήταν άλλα πέντε φανταράκια, οι περισσότεροι φρεσκοεγχειρισμένοι. Μόνον ένας από αυτούς ήταν ακόμα μεγαλύτερος κι από μένα. Δε θυμάμαι το όνομα του, θυμάμαι μόνο ότι είχε τελειώσει θεολόγος. Πολύ καλό παιδί, καλλιεργημένο και ευγενικό. Οι επισκέπτες του όμως ήταν μία εντελώς διαφορετική υπόθεση...
Τέτοια παρέλαση θρησκευόμενων και ιερωμένων δεν είχα συναντήσει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Τι πνευματικοί, τι θεούσες, τι καλόγεροι, χαμός. Έρχονταν και κάθονταν μέσα στο θάλαμο και η προσευχή πήγαινε σύννεφο. Η πλάκα είναι ότι ο θεολόγος είχε απλά υποστεί μια εγχείριση κήλης. Πονούσε ο άνθρωπος, δε λέω, αλλά σίγουρα δεν κινδύνευε η ζωή του ώστε να χρειαστεί να επέμβει ο Θεός αυτοπροσώπως.
Υπήρχε ένα ντουέτο παπάδων που τον επισκεπτόταν τακτικά. Ο ένας τους ήταν σχετικά νέος και απίστευτα αλλοίθωρος, ο άλλος – που αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ήταν ο πνευματικός του κατάκοιτου θεολόγου – ήταν ηλικιωμένος και τζώρας. Έφερνε λίγο στον Καντιώτη. Πρέπει να σπαζόταν πολύ μαζί μου, γιατί κάθε φορά που έμπαινε με λοξοκοίταζε - περιμένοντας ίσως ότι θα μετανοήσω και θα σπεύσω να του φιλήσω το χέρι. Καημένε τράγο, τι σου μελλε να πάθεις...
Συνήθως την κοπάναγα από τον θάλαμο όταν είχε επισκεπτήριο, αλλά αυτή τη φορά είχα αποφασίσει ότι θέλω να διαβάσω το βιβλίο μου και να μην αφήσω κανέναν να μου χαλάσει τη νιρβάνα. Εμφανίζεται κάποια στιγμή το γνωστό ντουέτο, κάθονται πλάι στον ασθενή και αρχίζουν να βγάζουν από τις τσάντες τους διάφορα παγανιστικά σύνεργα. Αγιασμούς, εσταυρωμένους, ένα μπουκαλάκι με λάδι, βαμβάκι κλπ (τα οποία μόλις τότε πληροφορήθηκα ότι χρησιμεύουν για να πραγματοποιήσει κανείς ευχέλαιο). Τι ευχέλαιο ρε; Αυτό νόμιζα ότι το κάνουν μόνον ως ύστατη λύση σε όποιον είναι του θανατά. Αμ δε. Ο συγκεκριμένος παπάς φαίνεται πως το ευχέλαιο το είχε για ψωμοτύρι.
Αρχίζει και ψέλνει τα κορακίστικα ο γέρος, σιγοντάρει από δίπλα ο αλλοίθωρος, σταυρώνουν το μέτωπο του θεολόγου με το λαδωμένο βαμβάκι και μετά κοιτάζουν προς το μέρος μου (εντάξει, ο αλλοίθωρος κοίταζε προς την πόρτα...) Ο γερο-τράγος ήθελε να μου κάνει κι εμένα ευχέλαιο, αν έχεις το Θεό σου. «Ευχαριστώ πολύ, δε θέλω» του λέω. Θίγεται ο γέροντας κι αρχίζει να επιχειρηματολογεί υπέρ της ευεργετικής επίδρασης του προϊόντος του. «Βρε δε θέλω σου λέω». Τίποτα αυτός, είχε φορτώσει κανονικά. Υψώνει τους τόνους και ξεκινάει το κήρυγμα. Εμείς οι νέοι, που δεν εκκλησιαζόμαστε, δεν ακολουθούμε τις παραδόσεις του λαού μας, δεν έχουμε το δικαίωμα να λεγόμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και τα ρέστα. Εγώ παραμένω ψύχραιμος αλλά είναι βέβαιο πως τον αγριοκοιτάζω. Ο παπάς παραληρεί και κανένας δε μπορεί να τον σταματήσει. Τώρα έχει πιάσει τον Απόστολο Παύλο και φωνάζοντας και φτύνοντας ταυτόχρονα έχει το θράσος να μου μιλάει για τη δύναμη της αγάπης: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται...»
«Η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται» τον διακόπτω εγώ και συνεχίζω το ποιηματάκι: «Ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται. Είτε γλώσσαι, παύσονται. Είτε γνώσις, καταργηθήσεται.»
Ο παπάς έχει μείνει παγωτό και με κοιτάζει λες και περιμένει να βγάλω φτερά και να αναληφθώ στους ουρανούς (ή να μου φυτρώσουν κέρατα και να εξαφανιστώ μέσα σε καπνούς – το ίδιο κάνει). Ο αλλοίθωρος σκύβει προς το μέρος του και (κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο) του ψιθυρίζει: «αφήστε τον, φαίνεται καλό παιδί». Κάτι πάει να πει ο γέρος και το καταπίνει. Εγώ ξαναγυρνάω στο βιβλίο μου σαν να μη συνέβη τίποτα και τα ράσα σηκώνονται από τις καρέκλες κι εγκαταλείπουν το θάλαμο θροΐζοντας, προκειμένου να διασώσουν όση αξιοπρέπεια είχε απομείνει σ’ αυτούς που τα φορούσαν. Ο θεολόγος ευτυχώς διέθετε χιούμορ, κι άρχισε να μου απολογείται χαμογελαστός για τη συμπεριφορά του πνευματικού του. Είναι λέει παλαιάς κοπής αυτός, δε μπορεί να χωνέψει όλους αυτούς τους άθεους που έχουν μαζευτεί τελευταία. Ωστόσο, εκφράζει κι εκείνος την απορία του: πώς ήξερα το απόσπασμα της Α’ επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους απ’ έξω;
Ε, λοιπόν, ή είμαι τρομακτικά κωλόφαρδος ή υπάρχει όντως Θεός και αποφάσισε να σπάσει πλάκα με τους υπαλλήλους της τοπικής αντιπροσωπείας του. Γιατί το συγκεκριμένο κείμενο είναι το μοναδικό εδάφιο της Βίβλου που ξέρω απ’ έξω. Ούτε το «πάτερ ημών» δε θυμάμαι ολόκληρο. Αυτό όμως μου είχε αρέσει πολύ και το είχα αποστηθίσει. Μάλιστα, το είχα διαβάσει την προηγούμενη μέρα ακριβώς από το βιβλίο του Αντρέι Ταρκόφσκι, εκεί στον ίδιο θάλαμο του 401. Όμως δε μου πήγαινε να εκμυστηρευτώ την αλήθεια στον θεολόγο μετά από τέτοιο θρίαμβο. Άσε που μου την είχε σπάσει κι αυτός ως ηθικός αυτουργός της όλης παπαδοποίησης του θαλάμου. Οπότε, σηκώνω τα μάτια από το βιβλίο και γυρίζω και του λέω ατάραχος μία ατάκα από αθάνατη ελληνική τσόντα των ‘80s:
«Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει».
Άσκηση για το σπίτι: να βρείτε το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας και να το μοιραστείτε με την υπόλοιπη τάξη.